- ευδιασπαστος
- εὐδιάσπαστοςεὐ-διάσπαστος2легко разрываемый, легко разрушаемый
(χάραξ Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χάραξ Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδιάσπαστος — εὐδιάσπαστος, ον (Α) αυτός που διασπάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. α διάσπαστος, δυσ διάσπαστος] … Dictionary of Greek
εὐδιάσπαστος — easily torn asunder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάσπαστοι — εὐδιάσπαστος easily torn asunder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)